λιθώδους

λιθώδους
λιθώδης
like stone
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οδοντόλιθος — ο 1. στρώμα λιθώδους ιζήματος που σχηματίζεται γύρω από τα δόντια 2. απολιθωμένο οστό ή δόντι ή κόκαλο που αποτελείται από φωσφορικό απατίτη, έχει κυανό χρώμα και μοιάζει πολύ με το τυρκουάζ, αλλ. οστεοτυρκουάζ ή απολιθωμένο τυρκουάζ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”